- λιβάνινος
- λιβάνινος, -ίνη, -ον (Α) [λίβανος]1. παρασκευασμένος από λιβάνι2. αυτός που έχει το χρώμα τού λιβανιού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λίβανος — Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β, Α και ΝΑ με τη Συρία, στα Ν με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο θάλασσα.Περιλαμβανόμενη μεταξύ της οροσειράς του Aντιλιβάνου και της Mπαχρ ελ Mουτεουάσιτ, η Δημοκρατία … Dictionary of Greek